- μικρόχρονος
- μιικρόχρονος, -ον (Μ)1. αυτός που διαρκεί λίγο χρόνο, ο ολιγόχρονος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μικρόχρονονμικρό χρονικό διάστημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + -χρονος (< χρόνος), πρβλ. ισό-χρονος, ομοιό-χρονος].
Dictionary of Greek. 2013.